- ὀρτάλιχος
- ὀρτάλιχοςchickmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορτάλιχος — ὀρτάλιχος, ὁ (ΑΜ) 1. υποκορ. τού ορταλίς*. 2. νεοσσός 3. νεογνό ζώου 4. (βοιωτ. τ.) αλεκτρυών, πετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρταλίς + εκφραστικό επίθημα ιχος (πρβλ. κόψιχος)] … Dictionary of Greek
ὀρταλίχοισι — ὀρτάλιχος chick masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρταλίχους — ὀρτάλιχος chick masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρταλίχων — ὀρτάλιχος chick masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρτάλιχοι — ὀρτάλιχος chick masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρτάλιχον — ὀρτάλιχος chick masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οβρίκαλα — ὀβρίκαλα και ποιητ. τ. ὄβρια, τὰ (Α) νεογνά ζώων, ιδίως άγριων («λεόντων πάντων τ ἀγρονόμων φιλομάστοις θηρῶν ὀβρικάλοισι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. οβρίκαλα μαρτυρείται στον Αισχύλο στη δοτ. τού πληθ. ὀβρικάλοισι (και ὀβρίχοισι) … Dictionary of Greek
ορταλιχεύς — ὀρταλιχεύς, ὁ (Α) [ορτάλιχος] νεογνό πτηνού, νεοσσός … Dictionary of Greek